- εκσφραγιζομαι
- ἐκσφραγίζομαιἐκ-σφρᾱγίζομαιисключаться, изгоняться
(δόμων Eur. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δόμων Eur. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσφραγίζομαι — ἐκσφραγίζομαι (Α) 1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω 2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος 3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι … Dictionary of Greek
ἐκσφραγισθεῖσαν — ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mp fem acc sg ἐκσφρᾱγισθεῖσαν , ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσφραγισάμενος — ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mp masc nom sg ἐκσφρᾱγισάμενος , ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)